ἐρείπιον

ἐρείπιον
ἐρείπιον
fallen ruin
neut nom/voc/acc sg
ἐρείπιος
falling
masc/fem acc sg
ἐρείπιος
falling
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐρειπίοις — ἐρείπιον fallen ruin neut dat pl ἐρείπιος falling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρειπίου — ἐρείπιον fallen ruin neut gen sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρειπίων — ἐρείπιον fallen ruin neut gen pl ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρειπίῳ — ἐρείπιον fallen ruin neut dat sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείπια — ἐρείπιον fallen ruin neut nom/voc/acc pl ἐρείπιος falling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …   Dictionary of Greek

  • ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φάτριν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόπον ὕπαιθρον, ἐρείπιον, φάνα» …   Dictionary of Greek

  • ՆՇՄԱՐ — (րք.) NBH 2 0438 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. ՆՇՄԱՐ ՆՇՄԱՐԱՆ ՆՇՄԱՐԱՆՔ. նաց. ἵχνος vestigium τεκμήριον argumentum, signum ἑρείπιον rudera οἱκόνισμα species ἅποψις perspectus եւ այլն. Նիշ եւ նշան իմն մնացեալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՆՇՄԱՐԱՆ — (ի. նշմարանք նաց.) NBH 2 0438 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. ՆՇՄԱՐ ՆՇՄԱՐԱՆ ՆՇՄԱՐԱՆՔ. նաց. ἵχνος vestigium τεκμήριον argumentum, signum ἑρείπιον rudera οἱκόνισμα species ἅποψις perspectus եւ այլն. Նիշ եւ նշան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”